- λάρτος
- λάρτος, ὁ (Α)ο λάρτιος λίθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάρτιος — λάρτιος, ία, ον (Α) [λάρτος] φρ. α) «λάρτιος λίθος» ή «λαρτία πέτρα» είδος σκληρού λίθου τής Ρόδου β) «λαρτία στάλα» στήλη κατασκευασμένη από τέτοιο λίθο … Dictionary of Greek